Ο πρώην ηγέτης των Εργατικών ανέφερε ότι την κρίσιμη ώρα η Ευρώπη «κοιμόταν» κάνοντας λόγο για «λανθασμένες μεθόδους θεραπείας» υπογραμμίζοντας τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα στην οικονομική πραγματικότητα της Ευρώπης.
Το άρθρο του Γκόρντον Μπράουν όπως δημοσιεύεται στην εφημερίδα:
«Καθώς θα γράφεται η ιστορία του 21ου αιώνα, ο κόσμος ορθώς θα αναρωτιέται γιατί η Ευρώπη απουσίαζε κατά την περίοδο της πιο απείθαρχης οικονομικής κρίσης. Θα θελήσει να μάθει γιατί η Ευρώπη κοιμήθηκε την ώρα που ...το τραπεζικό σύστημα με τα ανεπαρκή κεφάλαια παρέπαιε, η ανεργία παρέμενε σε απαράδεκτα υψηλά ποσοστά, ενώ η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα της ηπείρου καταβυθίζονταν.
Ακόμα χειρότερα, αν δεν εκπονηθεί σύντομα σχέδιο ανοικοδόμησης, οι ηγέτες της Ευρώπης θα χρεωθούν «την παρακμή της Δύσης» και μετά θα κατηγορηθούν ότι ήταν -τα λόγια είναι του Τσόρτσιλ από τη δεκαετία του '30- «αποφασισμένοι να παραμείνουν αναποφάσιστοι, άκαμπτοι στο να τους παρασύρει το ρεύμα, στέρεα ρευστοί, πανίσχυροι στο να παραμένουν αδύναμοι».
Οι ευρωπαϊκές συναντήσεις δεν λείπουν βεβαίως. Δεν περνά μέρα χωρίς μια συνάντηση κορυφής Ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι συζητούν την πιο πρόσφατη κρίση που αντιμετωπίζει ένα κράτος-μέλος. Κάθε φορά, όμως, η προσέγγισή τους είναι σαν το πρόβλημα να αφορά μόνο το κράτος που είναι στα πρωτοσέλιδα -το ελληνικό πρόβλημα, το ιρλανδικό πρόβλημα και κάποτε το πορτογαλικό ή το ισπανικό πρόβλημα- δίχως συμφωνία επί της πραγματικής φύσης της κρίσης, που είναι πανευρωπαϊκή.
Αναλύοντας λανθασμένα τα δεινά της Ευρώπης, καταλήγουν να εφαρμόζουν λανθασμένες μεθόδους θεραπείας. Διότι η κρίση ελλείμματος της Ευρώπης είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, αλλά μόνο ένα από τα προβλήματά της.
Η Ευρώπη έχει στην πραγματικότητα τρία βαθιά ριζωμένα προβλήματα, αλληλένδετα μεταξύ τους, καθένα από τα οποία συστημικά αγγίζει κάθε γωνιά της ηπείρου. Το πρόβλημα του ελλείμματος πάει μαζί με το τραπεζικό πρόβλημα -το οποίο δεν περιορίζεται σε μια χούφτα τράπεζες ή χώρες- και ένα χρόνιο πρόβλημα ανάπτυξης.
Πρώτον, οι τράπεζες: Ημουν παρών στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 2008, κατά την πρώτη συνάντηση των αρχηγών κυβερνήσεων, κρατών της ευρωζώνης. Η διάγνωση επί των τραπεζών, την οποία παρουσίασα, ήταν προβλήματα ρευστότητας αλλά και δομικής φύσης.
Οι περισσότεροι όμως στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο πίστευαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τις έμμεσες συνέπειες, τα απόνερα μιας αγγλοσαξονικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ φυσικά φρονούσαν ότι μια ιδιότροπη Βρετανία επέτρεψε στον εαυτό της να προσδεθεί στο άρμα του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού μπουμ.
Δεν γνώριζαν ότι το ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων υψηλού ρίσκου είχε αγοραστεί από τράπεζες σε όλη την Ευρώπη.
Ουδείς είχε αντιληφθεί ώς τότε πλήρως το βάθος του δεσμού ανάμεσα στις ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς ή πόσο ευρεία ήταν η έκθεση των τραπεζών στις καταρρέουσες αγορές ακινήτων.
Ανακαλώ τα σοκαρισμένα βλέμματα από όλες τις πλευρές του τραπεζιού, όταν διατύπωσα το επιχείρημα ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι περισσότερο ευάλωτες από τις αμερικανικές, διότι κατέφευγαν πολύ περισσότερο σε πηγές εκτός κεφαλαίου και ακόμα καταφεύγουν.
Και τώρα ακόμα, δεν λέγεται μια θεμελιώδης αλήθεια αναφορικά με το υφιστάμενο καθεστώς ευρωπαϊκών τραπεζών: ότι γερμανικές, γαλλικές, ιταλικές και βρετανικές τράπεζες, που αλόγιστα δάνειζαν στην περιφέρεια, έχουν λαμβάνειν από οφειλές δισεκατομμύρια όχι μόνο από τους Ελληνες, αλλά και από τους Ιρλανδούς, τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς, ενώ θα έχουν και άλλες απώλειες από τοξικά περιουσιακά στοιχεία και την κατάρρευση της κτηματαγοράς.
Και όταν, χρόνια αργότερα, ο κόσμος θα προσπαθεί να ερμηνεύσει γιατί κοιμήθηκε η Ευρώπη, θα δοθεί η εξήγηση πως, ορμώμενοι από το κοντόφθαλμο στενό συμφέρον μας, αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα των Ελλήνων σαν να ήταν προβλήματα ρευστότητας (στα οποία απαντούμε δίνοντας δάνεια) και όχι φερεγγυότητας και πως με ελιγμούς βραχείας διάρκειας -ώστε να καθυστερήσουμε την αναγκαία λύση- μεγιστοποιήσαμε τον κίνδυνο για ανεξέλεγκτη κατάληξη.
Και πράγματι, με τα επιτόκια δανεισμού να αυξάνονται, η εκροή κεφαλαίων από τα κράτη της περιφέρειας προς τον πυρήνα καθιστούν ήδη τη χρηματοδότηση δυσκολότερη σε κάθε μία εκ των ταραγμένων χωρών, σύροντάς μας σε ακόμα υψηλότερα επιτόκια, φάσεις ύφεσης με μεγαλύτερη διάρκεια και πιθανώς υψηλότερα ελλείμματα.
Το τρίτο σκέλος του τριγώνου είναι, βεβαίως, αυτή καθαυτή η χαμηλή ανάπτυξη, η οποία απειλεί να καταδικάσει ολόκληρη την ήπειρο σε μια δεκαετία υψηλής ανεργίας. Η ελάττωση του χρέους και η τραπεζική σταθεροποίηση πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούν να είναι οχυρωμένες χωρίς να υπάρχουν οικονομίες που δημιουργούν εμπόριο, δουλειές και ανάπτυξη.
Σήμερα η ανεργία στην Ευρώπη έχει κολλήσει γύρω στο 10%, με την ανεργία των νέων να ξεπερνά το 20% και να φθάνει μέχρι 40% στην Ισπανία. Και δεν μπορεί να κατεβεί γρήγορα. Η Ευρώπη έχει τώρα μια τάση ανάπτυξης παραγωγικότητας που κυμαίνεται περίπου στο μισό αυτής των ΗΠΑ και στο ένα τέταρτο της Κίνας και της Ινδίας.
Κάποτε η Ευρώπη αντιπροσώπευε το μισό της παγκόσμιας παραγωγής. Το 1980 είχε πέσει στο ένα τέταρτο. Τώρα είναι λιγότερο από το ένα πέμπτο -μόλις 19%. Σύντομα θα είναι κάτι λίγο πάνω από το ένα δέκατο -11% μέχρι το 2030- και μετά θα πέσει στο 7%.
Το 2050 -λιγότερο από τέσσερις δεκαετίες από τώρα- η ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι μικρότερη από εκείνη της Λατινικής Αμερικής. Εάν η ευρωπαϊκή ανάπτυξη συνεχίσει να τρέχει τόσο πίσω από τους ανταγωνιστές της, τότε στα μέσα του αιώνα μπορεί να είναι τόσο χαμηλή όσο εκείνη της Αφρικής.
Είναι ξεκάθαρο ότι κάθε μία από αυτές τις τρεις ανησυχίες -ελλείμματα, χρηματοπιστωτική αστάθεια και χαμηλή ανάπτυξη- είναι αλληλένδετες η μία με την άλλη με έναν τρόπο που κάνει τις -σχεδιασμένες να επικεντρώνουν σε ένα μόνο ζήτημα- πολιτικές πολύ λιγότερο αποτελεσματικές από μια συνδυαστική στρατηγική, η οποία θα στοχεύσει στην ταυτόχρονη επίλυση και των τριών.
Και μια πανευρωπαϊκή στρατηγική είναι πάνω από όλα απαραίτητη, επειδή το ευρώ δημιουργήθηκε χωρίς καθόλου μηχανισμούς αποτροπής ή επίλυσης κρίσεων -και χωρίς κάποια συμφωνία σχετικά με το ποιος είναι απολύτως υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση του κόστους μιας κρίσης.
Αν και υπήρξα ισχυρός και παθιασμένος φιλοευρωπαϊστής, απείχα από συμβατική οικονομική γνωμοδότηση με το να αμφιβάλλω εάν ήταν προς το καλύτερο συμφέρον της Βρετανίας να ενταχθεί στο ευρώ. Ο Βρετανός σκιώδης υπουργός Οικονομικών, Εντ Μπολς, προκάλεσε 19 διαφορετικές εκτιμήσεις για το ευρώ.
Η μεγαλύτερη ανακάλυψή μας ήταν ότι μέσα στο ευρώ υπήρχε ανεπαρκής ευελιξία για να επιτευχθεί βιώσιμη και διαρκής σύγκλιση ανάμεσα στις χώρες-μέλη. Ομως επίσης καταδείξαμε ότι το ευρώ δεν διέθετε κανένα σχέδιο αποτροπής ή διαχείρησης κρίσεων για το γεγονός ότι η σύγκλιση δεν έχει επιτευχθεί.
Διότι, υπό ένα μοναδικό νόμισμα, κανένα έθνος -ακόμη κι ένα απολύτως μη ανταγωνιστικό με τα λοιπά της ευρωζώνης- δεν μπορεί να προσαρμόσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του ή να επωφεληθεί από ένα δείκτη επιτοκίου κομμένο και ραμμένο με βάση τις δικές του ξεχωριστές ανάγκες.
Αλλά ούτε είχε η Ευρώπη υιοθετήσει το μοντέλο ανάσχεσης κρίσεων των ΗΠΑ για να περικόπτει τις διαφορές σε μια ξεχωριστή νομισματική περιοχή -με την εργασιακή κινητικότητα και τις μισθολογικές προσαρμογές ή με μεταφορές σε περιοχές που έχουν ανάγκη.
Συνεπώς, αν έχω δίκιο, πρέπει τώρα να ανταλλάξουμε αντιδράσεις υπό καθεστώς πανικού με μια μακροπρόθεσμη αναδόμηση ή αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε μια χαμένη δεκαετία.
Πρέπει τώρα να πετύχουμε για την Ευρώπη την ίδια «ώρα της αλήθειας», που ο κόσμος βρήκε με την κεντρική σύνοδο της G20 το 2009. Οπως συνέβη με το G20, οι πολιτικοί της Ευρώπης θα πρέπει να καθοδηγήσουν τα συναισθήματα της αγοράς συμφωνώντας τολμηρά και από κοινού σε μια λύση ομολόγων δανεισμού Brady για την Ελλάδα και μια ανακεφαλαιοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας.
Μια νέα διευκόλυνση χρέους στην ευρωζώνη (υπεύθυνη, λόγου χάριν, για το πρώτο 60% του χρέους κάθε χώρας) ως μέρος μιας συντονισμένης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, η οποία επιτρέπει, όπως στις ΗΠΑ, δημοσιονομικές μεταφορές. Και, πάνω από όλα, μια φιλοπαραγωγική, φιλοεπενδυτική στρατηγική, την οποία καλώ «Παγκόσμια Ευρώπη». Οι ενεργητικότητες της Ευρώπης, επανακατευθυνόμενες προς τα έξω, για να εξάγουμε προς τις αναδυόμενες οικονομίες και να επανεφοδιαστούμε γι' αυτό με ένα καθαρό χρονοδιάγραμμα -καθώς και εσωδομημένα κίνητρα και κυρώσεις ως εγγυήσεις- για ευελιξία στην εργασία, τα κεφάλαια και την οικονομική αγορά.
Γιατί θα το υποστήριζε αυτό η Γερμανία; Επειδή, πέρα από το ότι είναι ενάντια στα συμφέροντά τους, τώρα έχουν έναν ευρωπαϊκό λόγο να αναδιαρθρώσουν τις τράπεζές τους. Μπορούν να θέσουν σκληρούς όρους για οικονομική μεταρρύθμιση. Και πράττοντάς το τώρα, αποφεύγουν πολύ μεγαλύτερο κόστος αργότερα.
Οντως, θα προέβαλλα την άποψη πως χωρίς το ταυτόχρονο σχέδιό μου για αναδιάρθρωση των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών στην Ευρώπη και επιδίωξη της ανάπτυξης, η υπάρχουσα κατάσταση ή ακόμα και ένα σχέδιο Brady για την Ελλάδα ενέχουν ακόμα τον κίνδυνο πανευρωπαϊκής οικονομικής μετάδοσης.
Ιστορικά βιβλία για την «παρακμή της Δύσης» δεν είναι αναπόφευκτα. Ομως, μόνο μια αναδιάρθρωση που επιτίθεται στα ελλείμματα, στα εμπόδια του τραπεζικού συστήματος και στη χαμηλή ανάπτυξη ταυτόχρονα, θα αποτρέψει το θανατηφόρο εναγκαλισμό ενός εσωστρεφούς προστατευτισμού -και άγονα, αλλά δυνατόν να αποφευχθούν χρόνια ανεργίας και σπαταλημένων ζωών».
Πηγή: NewPost.gr