Είχα πάει στο γύρισμα ξενυχτισμένος. Ένας χωρισμός δύσκολος, πολλά ποτά, κατακόκκινα μάτια.
Κάπου στο αεροδρόμιο-το ανατολικό τότε-. Είχε μόλις ξημερώσει. Ήθελα πολύ να τον δω στο γύρισμα-έκανε σινεμά μετά από καιρό κι είχα πάρει ειδική άδεια να είμαι στο πλάι του.Δεν δίνει συνεντεύξεις-ήταν απόλυτοι θυμάμαι απο την παραγωγή.
Καθόταν σε μια θέση στο αεροπλάνο. Σε άσπρο-μαύρο είναι η μνήμη μου αυτή-δεν ξέρω γιατί…
Συστήθηκα, μου’σφιξε θερμά το χέρι, με κοίταξε έντονα. Είσαι κουρασμένος-πιές ένα καφεδάκι. Ήπια ένα καφέ. Και έπειτα κι άλλο-κι άλλο. Το γύρισμα πήγαινε ξανά και ξανά. Εκείνος γλυκός,διαβασμένος,υπέροχος με όλους… Και με μένα.
Ήθελα τόσο να μου μιλήσει-αυτή η λύσσα μιας ακόμα «επιτυχίας». Να μιλήσουμε όσο θες, μου είπε σε ένα διάλειμμα. Αλλά όχι-συνέντευξη δεν θέλω. Ξέρεις, με έκαψαν οι συνεντεύξεις κι απ’αυτές πήγα να χάσω τη γυναίκα της ζωής μου. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να χάνεις αυτούς που αγαπάς.
Βούρκωσε. Βούρκωσα κι εγώ. Με την αλήθεια του. Με την αλήθεια μου-είχα λίγες ώρες πριν χωρίσει. Και τι έγινε αν κάνεις μια ακόμα συνέντευξη; Και τι έγινε αν κάνω και εγώ μια συνέντευξη; Δεν μένουν οι συνεντεύξεις-μένει η αλήθεια μας και οι άνθρωποί μας.
Έκανα το ρεπορτάζ. Για την ταινία-για όλο το… σκηνικό στο αεροδρόμιο-για την θλιμμένη του φιγούρα. Έβαλα δύο- τρεις κουβέντες για το ρόλο του… Έφευγα με το ταξί κι είχα στο νου μου τις κουβέντες του-για αυτούς που χάνουμε.
Τον είδα ξανά στην Επίδαυρο… Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ο ουρανός κι εκείνος πηγαινοερχόταν στα καμαρίνια και την μεγάλη σκάλα τους.Ασταμάτητα.Φοβόταν μην ακυρωθεί η παράσταση. Τον πλησίασα. Του μίλησα. Μου έσφιξε και πάλι ζεστά το χέρι. Έτρεμε. Ήθελε πολύ να γίνει η παράσταση… Έναρξη.
Πρώτες ψιχάλες. Σταμάτησαν. Ανάσανε. Σάρωσε την ορχήστρα. Μισή ώρα μετά η βροχή δυνάμωσε. Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Ο κόσμος χειροκροτούσε για να τον εμψυχώσει. Δυνατά. Κανείς δεν άφησε την θέση του. Μα κανείς. Έσταζε στην σκηνή.
Στάζαμε όλοι-θυμάσαι που’χες φέρει ένα μεγάλο αδιάβροχο απ’το αυτοκίνητο; Στο μισό καθόμασταν και το μισό το’χαμε ρίξει στα πλάτες μας… Η παράσταση τέλειωσε και το κοινό τον αποθέωνε. Είχε λυγίσει στα δύο για μια μεγάλη υπόκλιση.
Λίγο αργότερα στον «ιστορικό»Λεωνίδα μπήκε να φάει με την σύντροφο- ζωής του και τα παιδιά του. Ξανά χειροκρότημα-δυνατά μπράβο. Δάκρυα. Έφυγε σε ένα ήσυχο και απομονωμένο τραπεζάκι δοκιμάζοντας τις νοστιμιές της Κάκιας…
Με έπιασε με την άκρη του ματιού του. Χαμογέλασα και του έτεινα το ποτήρι μου. Χαμογέλασε. Έμοιαζε πλήρης και ευτυχής.
Το πρωί που έμαθα πως έφυγε έβρεξε ξανά. Όπως εκείνη την τελευταία μέρα που τον είδα,στον Λεωνίδα. Κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς-γιατί ήταν σαν οικογένειά μας-ήταν ο…δικός μας άνθρωπος-ήταν ο καλός άνθρωπός μας και πια αυτοί είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού…Κατ.
Τον νιώθω να πετάει με εκείνο το αεροπλάνο που τον είχα γνωρίσει. Σε άσπρο-μαύρο.
Καλό ταξίδι σας…
Του Βασίλη Μπουζιώτη
Πηγή: mediasoup.gr