Τότε, η γειτονιά που μεγάλωσα ήταν τόσο ίδια μα και τόσο διαφορετική με σήμερα. Εμείς τα παιδιά των εσωτερικών μεταναστών (πατέρας Πελοποννήσιος βλέπετε) ήμασταν τα τότε «σημερινά παιδιά των Αλβανών».
Καταυλακιώτες, Βλάχοι, Κρητικοί, αλλά όχι βέροι ή γκάγκαροι Αθηναίοι. Σιγά σιγά αφήναμε πίσω μας αυτό που βίωναν οι γονείς μας. Η μητέρα μου μεγαλωμένη στα Πατήσια μας έδινε μια πιο αστική ταυτότητα που σήμερα ξέρω ακούγεται γελοία αλλά τότε μετρούσε κάπως. Αυτά για την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής εκείνης της περιόδου.
Οι γονείς μας το παλεύανε και τα καταφέρνανε. Έτρεχαν σαν το Βέγγο για να μας φτιάξουν ένα καλύτερο αύριο. Έσφιγγαν το ζωνάρι, έτρωγαν σφαλιάρες και ζούσαν με ...
τη χαρμολύπη του βιοπαλαιστή που τόσο ιδανικά ενσάρκωνε ο Θανάσης.'Ηταν μεσημεράκι Ιουνίου στην οδό Στρατηγού Καλάρη. Παιδάκι 10 χρονών τότε ήμουν επίσκεψη στο ισόγειο διαμέρισμα μιας αγαπημένης θείας μου, ξέρετε από εκείνα που είχαν ένα μικρό μπαλκονάκι λίγων πόντων, ενάμισυ μέτρο πάνω από το πεζοδρόμιο. Ξαφνικά ακούσαμε έξω στο δρόμο οχλαγωγία και ανοίγοντας την λευκή ξύλινη μπαλκονόπορτα βγάλαμε έξω τα κεφάλια μας να δούμε τι συμβαίνει.
Τα επόμενα 30 δευτερόλεπτα έχουν μείνει στο μυαλό μου ανεξίτηλα.
Κοιτώντας αριστερά προς τα ΚΤΕΛ είδα στη γωνία να ξεπροβάλλει μία γνώριμη φιγούρα με την κίνηση και το χαμόγελο των ταινιών του. Ο Θανάσης Βέγγος με ένα γκρι παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο κρατούσε στο αριστερό του χέρι μια σακούλα με δύο φραντζόλες ψωμί και βάδιζε γοργά αλλά με μικρές στάσεις στη μέση της ασφάλτου γιατί γύρω του ένα λεφούσι μικρών παιδιών, μαμάδων, γιαγιάδων κατελάμβανε και τα δύο πεζοδρόμια δεξιά αριστερά βαδίζοντας μαζί του.
«Βρεεε Βρεεε... ουαχαχαχαχα» προχωρούσε και γελούσε ο Θανάσης με τον χαρακτηριστικό του τρόπο σε ένα μείγμα συστολής και απόλαυσης απέναντι στη λαική αποθέωση. Ήταν τόσο μα τόσο καλός και αληθινός. Όταν έφτασε στο ύψος του δικού μας μπαλκονιού κοντοστάθηκε.
Έβγαλε ένα μπλε χάρτινο πενηντάρικο από την τσέπη του και το έδωσε σε ένα παιδάκι που όλη η γειτονιά ήξερε ότι η οικογένεια του είχε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Το έκανε διακριτικά και στο πρόσωπό του είδα για μια στιγμή εκείνη τη θλίψη του κινηματογραφικού Βέγγου. Η χαρμολύπη που μόνο αυτός μπορούσε να παίξει στο πανί δεν ήταν μόνο υποκριτική δεινότητα. Ήταν η αληθινή του φύση. Σαν βοή θυμάμαι τα όσα εγκωμιαστικά μου έλεγε η θεία μου δίπλα. Δεν χρειάζονταν.
Είχα δει όσα έπρεπε.
Οι κωμωδίες του δεν μου άρεσαν όλες. Οι δραματικές και οι πολιτικές ήταν ανεξαιρέτως συγκλονιστικές.
«Τρως και πεθαίνεις, μένεις νηστικός και ζεις» είχε πει σε μία ταινία του. Είχε μία σημειολογία για όσα ζούμε.
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ καλέ μου άνθρωπε. Ο δεκάχρονος που σε κοίταγε με ανοιχτό το στόμα...
Πηγή: Blog.gr