Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Πεντάπολη: Αναβιώνει σήμερα το έθιμο του «Ζάμαντα»!

Το έθιμο «Ζάμαντας» αναβιώνει σήμερα ανήμερα της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής, στην Πεντάπολη του δήμου Εμμανουήλ Παπά. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τοπικό χορό που συνοδεύεται από ζουρνάδες και νταούλια.

Σύμφωνα με το έθιμο, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, νέοι του χωριού παραλαμβάνουν τις ιερές εικόνες από τα παρεκκλήσια της περιοχής και αφού τις στολίσουν με κεντητά πολύχρωμα υφάσματα, «καρέδες» και λουλούδια των αγρών, τις επωμίζονται και σχηματίζουν θρησκευτική πομπή.

Μετά την περιφορά στους αγρούς του χωριού και μόλις φτάσει η πομπή στην τοποθεσία «Περιστεριός», κατευθύνεται στην Αγία Παρασκευή. Εκεί την υποδέχονται συγκεντρωμένοι οι κάτοικοι με κωδωνοκρουσίες και πυροβολισμούς στον αέρα. Αφού τελειώσει η περιφορά των εικόνων, όλοι συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού, όπου ...

ακολουθεί λαϊκό πανηγύρι που ανοίγει με το χορό του «Ζάμαντα».

Γεροί και νέοι πιάνονται από το χέρι και χορεύουν το Ζάμαντα. Όταν τελειώσει ο χορός κάποιος συνήθως από τους προύχοντες, φωνάζει «Άιντε, κάηκαν τ' αρνούδια» (αρνιά). Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κάτοικοι με τους φιλοξενούμενους πρέπει να πάνε για φαγητό και το απόγευμα να συνεχίσουν το γιορτασμό.

Για τις ρίζες του εθίμου αυτού και ιδιαίτερα του χορού του «Ζάμαντα» υπάρχουν δύο αναφορές. Η πρώτη, σύμφωνα με την παράδοση, αναφέρεται σε ένα φανταστικό αχόρταγο τέρας-δράκο, τη «Λάμια». Αυτή φύλαγε το «τρανό σουλνιάρι», δηλαδή μια πηγή νερού με βρύσες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να φοβούνται να πάρουν νερό και να είναι έτσι καταδικασμένοι σε λειψυδρία. Έρχεται λοιπόν ο γενναίος ήρωας -το δυνατό παλικάρι- ο «Ζάμαντας» και σκοτώνει το θεριό «Λάμια» και το πολύτιμο νερό πλημμυρίζει με ζωή τη γύρω περιοχή.

Η άλλη αναφορά έχει τις ρίζες της στην περίοδο παρακμής του Βυζαντίου και της κυριαρχίας των Οθωμανών. Όταν οι κάτοικοι του χωριού γιόρταζαν μετά την Ανάσταση τον ερχομό της άνοιξης, οι αλλόθρησκοι κατακτητές με διάφορα προσχήματα προκαλούσαν τους χριστιανούς δημιουργώντας πολλές φορές σοβαρά επεισόδια.

Κατά τη διάρκεια λοιπόν ενός τέτοιου μεγάλου πανηγυριού όλος ο κόσμος ήταν πιασμένος στο χορό σε τρεις ομόκεντρες κυκλικές σειρές με την ελπίδα πως αυτή τη φορά το πανηγύρι τους θα ολοκληρωνόταν έτσι όπως το ήθελαν. Ξαφνικά όμως αντιλαμβάνονται να ανηφορίζει και να πλησιάζει το βάρβαρο μπουλούκι των άπιστων Οθωμανών.

Εξαγριωμένοι αυτοί, χτυπώντας και βρίζοντας τους κατοίκους, ήθελαν και πάλι να τους «χαλάσουν» τη γιορτή. Τότε ένας λεβέντης δεν ανέχτηκε τις αφόρητες προκλήσεις και τους τραμπουκισμούς των απίστων και ξεπετάχτηκε μέσα από το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο. Ήταν γιος μιας χήρας μάνας και προτάχθηκε για να αναμετρηθεί στην προκλητική πρόσκληση του Οθωμανού αρχινταή που δρούσε στην περιοχή.

Αυτός ο βάρβαρος Οθωμανός ήταν γνωστός ή τον αποκαλούσαν με το όνομα «Ζάμαντα» (πιθανόν η ονομασία αυτή να προήλθε από τις οθωμανικές λέξεις Zantarma = χωροφύλακας και Zantarmalik = το επάγγελμα του χωροφύλακα - νταηλίκι - τραμπουκισμός).

Ο Ζάμαντας και το παλικάρι άρχισαν να μονομαχούν κάτω από τα τρομαγμένα και ανήσυχα βλέμματα όλων και τις σπαρακτικές παρακλήσεις της μάνας. Ο αγώνας όμως ήταν άνισος για το νέο, γιατί με δόλιο τρόπο (κρατούσε ο Ζάντας δεντρί ξεριζωμένο, λέει ο στίχος του τραγουδιού) κατάφερε να τον χτυπήσει θανάσιμα. Το τι επακολούθησε τότε μπορούμε να το φανταστούμε. Στην αρχή πανικός και ξεφωνητά του πλήθους, καθώς έβλεπαν το παλικάρι που ξεψυχούσε πλημμυρισμένο στα αίματα στη σπαρακτική αγκαλιά της μάνας του. Οι βάρβαροι αναστατωμένοι από την ανέλπιστη αυτή τη φορά εξέλιξη της επιδρομής τους αποχωρούσαν βιαστικά φοβούμενοι κάποιο επεισόδιο αντεκδίκησης.

Το σοβαρότατο και δυσάρεστο αυτό γεγονός μαθεύτηκε σε όλη την περιφέρεια και πιθανόν να αποτέλεσε αιτία για εντονότατες διαμαρτυρίες προς το Σουλτάνο της Υψηλής Πύλης. Για να αποφύγουν οι κατακτητές αντιδράσεις και επεισόδια παραχώρησαν προς τους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια ελευθερίας, ιδιοκτησιών, φόρων κ.λπ. Από τότε αρχίζει για τον τόπο μια καλύτερη ζωή.

Σε ανάμνηση της θυσίας του νέου και ως ελάχιστο φόρο τιμής οι άνθρωποι του χωριού μετέβαλαν τα συναισθήματά τους σε τραγούδι, κίνηση και μελωδία, προϊόντα της λαϊκής δημιουργίας.





Πηγή: Newsbeast.gr
Share