Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ... ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ (με τα ματια ενος 17χρονου)!!!

του Μάριου Μάντζου
«Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», έγραψε κάποτε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αναφερόμενος στη δύνη του Εμφυλίου Πολέμου που έπληξε τη χώρα μας στα τέλη της δεκαετίας του ’40. «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», θα γράψω κι εγώ σήμερα. Για όλα αυτά που διαδραματίστηκαν το περασμένο Σάββατο στο Φάληρο – και να ‘ταν μόνο αυτά –, για τον αέναο βιασμό του ελληνικού ποδοσφαίρου, για την αναισθησία των Μαρινάκηδων, για τη σαπίλα που «εναγκαλίζεται» με τους ανεγκέφαλους οπαδούς των κοκκινοπρασινοκίτρινων, για τα διαιτητικά όργια, για όλα, για όλα! Μόνον ένας ΦΙΛΑΘΛΟΣ μπορεί να το κάνει – κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε κι από αυτούς –. Ας όψεται η άτιμη Ελλάδα…

Είμαι ένας άνθρωπος 17 ετών. Ούτε καν έχω ενηλικιωθεί ακόμη, επομένως συγχωρέστε με για την όποια εφηβική αφέλειά μου. Παρακολουθώ ποδόσφαιρο σοβαρά κάτι λιγότερο από μία δεκαετία. Τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια είμαι κάθε Κυριακή καθηλωμένος μπροστά από την τηλεόραση και βλέπω καθετί που συνέβη στα γήπεδα της Ελλάδας, από τις φάσεις μέχρι τις δηλώσεις στον εκάστοτε αγώνα. Τα συμπεράσματά μου είναι πολλά και στην πλειονότητά τους αρνητικά. Για τη διαιτησία, για τους παράγοντες, για τους οπαδούς, για όλους! Τα μάτια μου έχουν προλάβει να αντικρίσουν πολλά. Από τον ξυλοδαρμό του Ευθυμιάδη και τα έκτροπα της Ριζούπολης, μέχρι το ανελέητο ξύλο στη Νέα Σμύρνη το 2005, τις συνεχείς εισβολές οπαδών και πολλά ακόμη. Η κεντρική παράμετρος, κύριοι, είναι μία:

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΝΟΣΕΙ

Το περασμένο Σάββατο πληγώθηκα. Πληγώθηκα πολύ ως φίλαθλος. Το όνειρό μου είναι να γίνω αθλητικός δημοσιογράφος και να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο, που τόσο πολύ αγαπώ από μικρό παιδί. Ο πατέρας μου μού μιλά καθημερινά για το άθλιο επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου και τα παιχνίδια που παίζονται εκτός των αγωνιστικών χώρων, μα το σαββατόβραδο ήταν η πρώτη φορά που το κατάλαβα πλήρως και το μυαλό μου μουρμούριζε «πού πας να μπλέξεις;».


 Πώς μπορώ εγώ να μην αηδιάσω, όταν ο πρόεδρος (;) της διοργανώτριας αρχής του πρωταθλήματος ζητά από τον τερματοφύλακα της Εθνικής μας Ομάδας να πάει να… πηδηχτεί; Πώς μπορώ εγώ να μη νιώσω απέχθεια, όταν ο ίδιος άνθρωπος υποτιμά τη νοημοσύνη μας και μας μιλά για υποδειγματική υποδοχή της αποστολής του Παναθηναϊκού στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», την ώρα που τα πλάνα από την παρακάμερα δείχνουν ολοφάνερα ένα γρονθοκόπημα οπαδού του Ολυμπιακού στον Γιόσου Σαριέγι και το διαδίκτυο έχει γεμίσει με φωτογραφίες όπου φίλοι των «φιλόξενων» γηπεδούχων κλωτσούν το Σιμάο, αρπάζουν το Σισέ, απειλούν 
τον Καντέ; Πώς μπορώ;


«Είναι φυσιολογικό οι φίλαθλοι να μπουν για να πανηγυρίσουν τη διαφαινόμενη κατάκτηση του πρωταθλήματος», λένε στον Πειραιά. Φυσιολογικό; Θεωρείται σωστό δηλαδή το να μπουν στο γήπεδο οι οπαδοί; Μήπως θέλουν επίσης να μας πουν πως οι οπαδοί του Ολυμπιακού χαίρονται περισσότερο από τους φίλους της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για την κατάκτηση ενός πρωταθλήματος; Γιατί δεν μπουκάρουν κι αυτοί στο Ολντ Τράφορντ να χτυπήσουν και κανέναν παίκτη της Τσέλσι άμα λάχει; Αλλά σωστά, εκεί στην Αγγλία είναι φλώροι. Δεν είναι… κάφροι συνδεσμίτες της «Θύρας 7/13/21/4/81/91». Δεν το νιώθουν. Εμείς στην Ελλάδα είμαστε άλλο…

Η κατάντια μας έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Για την ακρίβεια δεν ξέρω αν έχει καν όριο για να το ξεπεράσει. Το ποδόσφαιρό μας περνά εδώ και χρόνια μια τεράστια κρίση και το χειρότερο είναι πως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η κατάσταση βελτιώνεται όσο περνά ο καιρός. Δεν μπορεί να πάει μπροστά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Είναι αδύνατο. Όταν βλέπεις ανθρώπους να λένε την Τετάρτη, βλέποντας το Άρσεναλ-Μπαρσελόνα «Πωπω τι μπαλάρα παίζουν οι άνθρωποι κι εδώ οι δικοί μας σέρνονται» και την Κυριακή να πηγαίνουν και να εισβάλουν στον αγωνιστικό χώρο και να παίρνουν αθλητές στο κυνήγι, τότε δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και σαφώς εκείνοι πρώτοι από όλους δεν έχουν κανένα δικαίωμα να απαιτούν πράγματα, όπως πχ το βελτιωμένο θέαμα. Πώς να βελτιωθεί το θέαμα; Ποιος μεγάλος παίκτης να έρθει στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες; Πάλι καλά που πιάστηκε κορόιδο ο Σισέ, να λέτε, και που τον είδαμε για δυο χρονάκια.

Είμαστε μίζεροι εμείς οι Έλληνες! Δε θα προοδεύσουμε ποτέ. Μια ζωή έτσι είμαστε. Σε όλα τα επίπεδα. Εδώ πετάξαμε στα σκουπίδια τη μεγαλύτερη ευκαιρία που μας δόθηκε ποτέ να αναπτύξουμε το ποδόσφαιρό μας, να το προβάλλουμε στο εξωτερικό και να το ανεβάσουμε επίπεδο. Και αυτή η ευκαιρία δεν είναι άλλη από το μαγικό καλοκαίρι του 2004 στην Πορτογαλία, που ήρθε σε τέλεια χρονική στιγμή, την περίοδο που διοργανώνονταν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα.

 Βρείτε μου μία ιδανικότερη ευκαιρία. Πήραμε ένα τρόπαιο, που μας άνοιγε διάπλατα αμέτρητες πόρτες και μας έδειχνε πολλούς δρόμους προς την ανάπτυξη, αλλά την «κλωτσήσαμε» σα σωστοί Έλληνες. Καμιά δεκαριά ημέρες μετά τον τελικό του Euro, ξεκίνησαν οι μεταγραφές των συλλόγων, τα φιλικά προετοιμασίας, οι δηλώσεις των παραγόντων και οι ενωμένοι τον Ιούνιο Έλληνες οπαδοί χωρίζονται εκ νέου στα στρατόπεδα των ομάδων τους και επιστρέφουν στις βάσεις των συνδέσμων τους.

 Δεν μπορούμε επομένως να ζητούμε και να περιμένουμε ριζικές αλλαγές στο ποδόσφαιρο της χώρας μας σήμερα. Γιατί όταν δεν εκμεταλλεύεσαι τις μεγάλες ευκαιρίες που έχεις, τότε πώς θα τα καταφέρεις; Ειδικά όταν δεν έχεις τη διάθεση να κοπιάσεις πολύ; Πικραίνομαι πολύ που το λέω, αλλά η κατάσταση είναι απαράδεκτη και θα εξακολουθήσει να είναι. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δυστυχώς είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας της χώρας μας. Όσο χάλια είναι τα πράγματα στην κοινωνία, άλλο τόσο είναι και στο ποδόσφαιρο.

Και πώς να μην είναι; Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα αεροσκάφος που «κυβερνάται» από κερδοσκόπους εφοπλιστές, χωρίς αξίες, που αγνοούν τα συμφέροντα του ποδοσφαίρου ως αθλήματος και γουστάρουν να βλέπουν τις ομάδες τους να επιβάλλονται με οποιονδήποτε, ηθικό ή ανήθικο τρόπο, στους αντιπάλους τους. Χρόνια τώρα γίνεται αυτό το βιολί. Συμπεριφορές άνανδρες, που επικροτούνται κιόλας!

 Ο διαιτητής Ευθυμιάδης ξυλοκοπείται άγρια το 2002 από οπαδούς του Παναθηναϊκού για μια σωστή (!) υπόδειξη πέναλτυ υπέρ του Ολυμπιακού στις καθυστερήσεις του αγώνα στη Λεωφόρο με το ελεύθερο από τον πρόεδρο του Παναθηναϊκού Άγγελο Φιλιππίδη και με τον ίδιο να είναι ο αρχικός εκφραστής της έντονης διαμαρτυρίας προς τον διαιτητή. Φανταστείτε η απόφαση να ήταν και λανθασμένη. Ήταν η πρώτη χρονιά που θυμάμαι πως παρακολουθούσα συστηματικά ποδοσφαιρικούς αγώνες και εκείνη τη βραδιά τα αίματα στο πρόσωπο του διαιτητή μου σπάραξαν την καρδιά και με έκαναν, αν και μικρό παιδί χωρίς κρίση, να νιώσω τα πρώτα αισθήματα αηδίας και ντροπής για το ποδόσφαιρο στη χώρα μου. 

Το 2003 ο Σωκράτης Κόκκαλης γελώντας αποκαλεί δημόσια «κότες» τους παίκτες του Παναθηναϊκού πριν το ματς της Ριζούπολης, όπου κινδύνευσε η ζωή του Μπασινά, του Καραγκούνη του Σεϊταρίδη, με τον κ. Κόκκαλη να μη… συγκινείται. Ο ίδιος άνθρωπος έκανε μετά από λίγα χρόνια τον Ριβάλντο να κλαίει. Αν είναι δυνατόν. Ποιον; Τον Ριβάλντο! Τι να πει κανείς…

Αυτά κι άλλα πολλά με έχουν στιγματίσει όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθώ ποδόσφαιρο. Για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου η προκλητική κατάσταση εξακολουθεί να υπάρχει. Ας μιλήσω για τα πολύ πρόσφατα, τα φετινά. Ο κ. Αδαμίδης καταδίκασε ποτέ την εισβολή των φίλων της ΑΕΚ στον επαναληπτικό αγώνα κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό πριν λίγο καιρό; Μόνο «μπράβο» δεν τους είπε. Οι Βγενοπουλοπατέρες έλαβαν ποτέ μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν το να μην ξαναμπούν στο γήπεδο οι οργανωμένοι της «Θύρας 13» όπως στον αγώνα με τον Ολυμπιακό Βόλου; Ποτέ! Ο κ. Μαρινάκης με τη σειρά του έχει το θράσος και βρίζει χυδαία τους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού, για να μη μιλήσω για τη δυσφήμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου που ακούει στο όνομα Τάσος Μητρόπουλος. Πού πάμε; Πού πάμε με όλους αυτούς; 

Εκείνο που με στενοχωρεί και με εξοργίζει είναι το αίσθημα ότι κανείς δε θα τιμωρηθεί. Πάλι κανείς! Το ξέρουμε όλοι καλά αυτό. Τι να κάνουν σε ένα φίλαθλο οι δύο αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών και τα χρηματικά πρόστιμα αξίας τέτοιας για τους Μαρινάκηδες, όσης αξίας είναι ένας καφές για εμένα; Αποτελεί αυτό δικαίωση ή μήπως πρόληψη για τυχούσα επανάληψη τέτοιων γεγονότων; Ο αθλητικός δικαστής, ο καθένας αρμόδιος για να επιβληθούν ποινές στους βιαστές του αθλήματος, θεωρώ πως είναι απλά εικονικός και ότι οι αποφάσεις του λαμβάνονται με βάση άλλα κριτήρια. Είναι προσβλητικό για όλους εμάς τους φιλάθλους. Και είναι κρίμα, που υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι αγαπούν το ποδόσφαιρο πολύ και νοιάζονται πραγματικά για το καλό του αθλήματος και δεν μπορούν ή δεν τους αφήνουν να προσφέρουν απλόχερα αυτή την αγάπη τους για να βοηθηθεί η Ελλάδα σε ποδοσφαιρικό επίπεδο. 

Η διαιτησία δε είναι μια πονεμένη ιστορία, που γνωρίζουμε καλά όλοι πως εκτραχύνει ιδιαίτερα την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Χάλι μαύρο. Ναι, εντάξει, ξέρω πως οι διαιτητές είναι άνθρωποι και κάνουν λάθη και κανείς δεν είναι αλάνθαστος και, και, και… Δε διαφωνώ, αλλά κάποια πράγματα αγγίζουν την πρόκληση όχι μόνο των οπαδών αλλά και των φιλάθλων και φέρνουν σωρεία αντιδράσεων, που εγκυμονούν πολλούς κινδύνους ακόμη και για τους ίδιους τους διαιτητές. Γιατί εάν ο επόπτης Τρύφωνας άνοιγε τα μάτια του, δε είχε το μυαλό του αλλού ή δεν ξέρω κι εγώ τι, και έβλεπε πως η μισή ενδεκάδα του Ολυμπιακού καλύπτει τον Κατσουράνη στη φάση του 81ου λεπτού, ο Παναθηναϊκός θα κέρδιζε τίμια, ο Ολυμπιακός θα έχανε τίμια χωρίς κανείς να διαμαρτύρεται και το σπίτι του Τοροσίδη δε θα πάθαινε ποτέ υλικές ζημιές με μολότοφ και μπογιές, ούτε θα γινόταν επίθεση στα γραφεία της Superleague, ούτε η ΕΡΤ θα έβρισκε τον μπελά της. Αλλά η διαιτησία είναι μια άλλη ιστορία, που θέλει το δικό της άρθρο για να αναλυθεί, αν και παίζει κι αυτή το δικό της αρνητικό ρόλο στην κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου.

 Πιστεύω ακράδαντα πως δε θα αξιωθώ ποτέ μου να δω το ποδόσφαιρο της χώρας μας υγιές. Εύχομαι ειλικρινά η γενιά των παιδιών μου να μην αντικρίσει τις αισχρές σκηνές που είδαμε το Σάββατο στο ντέρμπυ.

Υ.Γ.: Συγχαρητήρια στον Τζιμπρίλ Σισέ για την επιλογή του να αποχωρήσει από τη χώρα μας. Προτείνω, για το καλό τους, το ίδιο και στους Ζιλμπέρτο Σίλβα, Όλοφ Μέλμπεργκ, και όλους όσους μεγάλωσαν σε κορυφαίες ποδοσφαιρικά χώρες και παίζουν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα να σώσουν άμεσα την καριέρα τους και το κύρος τους.